ρακιτζής

ρακιτζής
ο, Ν
1. πωλητής ή παραγωγός ρακής, ρακοπώλης
2. ρακοπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρακί + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφε-τζής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρακιτζήδικο — το, Ν [ρακιτζής] εργοστάσιο όπου παράγεται η ρακή ή κατάστημα όπου πωλείται το παραπάνω ποτό …   Dictionary of Greek

  • ρακοπώλης — ο, Ν ο πωλητής ρακής ή και άλλων οινοπνευματωδών ποτών, ρακιτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρακί / ρακή + πώλης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”